- νέρτερος
- νέρτερος, -έρα, -ον, θηλ. και -ος (Α)1. κατώτερος («τὰ δ' ὑπέρτερα νέρτερα θήσει», Αριστοφ.)2. αυτός που ανήκει στον Κάτω Κόσμο, υποχθόνιος («νέρτεροι θεοί», Αισχύλ.)3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οί νέρτεροιοι νεκροί4. φρ. α) «νερτέρα πλάξ» — η επιτάφια πλάκα, ο τάφοςβ) «νερτέρα χθών» — ο Άδης.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ένερθε].
Dictionary of Greek. 2013.